Μια κλασική ανησυχία των γονιών είναι το πώς θα μιλήσουν στο παιδί τους για το σεξ, όμως το ευαίσθητο αυτό θέμα δεν είναι terra incognita. Πώς όμως, εδώ και τώρα, μιλάμε στα παιδιά για την κρίση που ζυγώνει και για το νέο «πατριωτικό καθήκον», δηλαδή την αποδοχή των σκληρών μέτρων;
Ίσως μια λύση θα ήταν να κάνουμε ό, τι έκανε ο Ρομπέρτο Μπενίνι στην ταινία του «Η ζωή είναι ωραία» (La vita e bella). Εδώ ο πατέρας, κρατούμενος στο Αουσβιτς, έχει πείσει τον τετράχρονο γιο του, που βρίσκεται μαζί του, ότι η ζωή στο στρατόπεδο είναι ένα παιχνίδι και ότι ο νικητής, αυτός που θα συγκεντρώσει τους πιο πολλούς πόντους, κερδίζει ένα τανκ. Ετσι, το παιδί πρέπει να μάθει να κρύβεται, να μην κλαίει, να μην κάνει θόρυβο, να μην παραπονιέται ότι πεινάει, να μη γυρεύει τη μαμά του.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να παίξουμε με τα παιδιά μας την «Κατοχή», μόνο που σήμερα το πρόσωπο της φτώχειας είναι πολύ διαφορετικό από ό, τι τότε. Αλλά χρώματα έχει σήμερα η στέρηση. Τα χορτασμένα παιδιά μας δεν κινδυνεύουν να βρεθούν στην ουρά των συσσιτίων του Ερυθρού Σταυρού με ένα τενεκεδάκι στο χέρι. Δεν τα απειλεί η πείνα, αλλά η απελπισία των ίδιων των γονιών, καθώς η οργή και η κατάθλιψη είναι οι πιο συνήθεις αντιδράσεις εκείνων που δεν χάνουν απλώς κάτι από τα επιδόματα, αλλά τη δουλειά και τον αυτοσεβασμό τους. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η ανεργία αυξάνει δραματικά το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, καθώς και της καταφυγής στο αλκοόλ, το κάπνισμα και στη χρήση ψυχοφαρμάκων (βλ. «Newskeek», 15.2.2010) και, επομένως, είναι αυτονόητο ότι, σύντομα και σε μαζική κλίμακα, θα τεθούν σε δοκιμασία και οι πιο οικείες και ιερές σχέσεις.
Σήμερα το status ενός παιδιού ή εφήβου δεν ορίζεται μόνο από την απάντηση στην παλιομοδίτικη ερώτηση «τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;», αλλά από τα επώνυμα ή μη ρούχα του, το μοντέλο του iPod και του κινητού του, από τον τόπο κατοικίας και το αυτοκίνητο των γονιών του, αλλά και από το πλήθος και το είδος των αγορασμένων εξωσχολικών δραστηριοτήτων του. Από το αν παρακολουθεί την «ενισχυτική διδασκαλία», αν πηγαίνει στο «ομαδικό» ή σε «γκρουπάκι» στο φροντιστήριο ή έχει καθηγητή στο σπίτι. Από το πότε και πώς έμαθε αγγλικά και άλλες γλώσσες, από το τι είδους επαφή έχει με την τέχνη, τη μουσική, τον αθλητισμό. Με την επίταση της ύφεσης, κάποιες από αυτές τις δραστηριότητες θα καταργηθούν, γεγονός που ίσως να μην είναι τόσο τραυματικό για το παιδί, όσο για τον γονέα που εύκολα μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του αποτυχημένο καθώς δεν μπορεί να προσφέρει στο πιο ακριβό του πλάσμα τα απαραίτητα. Και δυστυχώς στα «απαραίτητα», που ορίζονται ιστορικά, με βάση την εποχή και τη σύγκριση με τους δίπλα και όχι απλώς με τους «από πάνω», περιλαμβάνονται όλα όσα θα μπορούσε αλλά δεν μπορεί να προσφέρει το σύγχρονο δημόσιο σχολείο.
Ας πούμε, λοιπόν, στα παιδιά ότι «La crizia e bella». Oτι η μαμά, που δεν θα εργάζεται, θα τους λέει παραμύθια, θα ζυμώνει ψωμί και θα γαζώνει χαρούμενη στη ραπτομηχανή της, ότι δεν θα ανάβουμε το καλοριφέρ για να μην υπερθερμαίνεται ο πλανήτης, ότι ο μπαμπάς θα έχει χρόνο να παίζει μαζί τους και ότι αντί για διακοπές στη θάλασσα, θα διαβάζουμε τον «Σεβάχ τον Θαλασσινό».
Τις τελευταίες δεκαετίες ζούσαμε στην εποχή της εμπειριοθηρίας, των αγορασμένων γνώσεων, αναμνήσεων και συγκινήσεων. Δύσκολο να επιστρέψουμε στην εποχή της πρωτογενούς ανακάλυψης και της χειροποίητης, της οικιακής παραγωγής. Το πιο δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα δεν είναι το «πώς έρχονται στον κόσμο τα παιδιά;», αλλά το «τι έχει ο μπαμπάς;», «τι έχει η μαμά;».
Ίσως μια λύση θα ήταν να κάνουμε ό, τι έκανε ο Ρομπέρτο Μπενίνι στην ταινία του «Η ζωή είναι ωραία» (La vita e bella). Εδώ ο πατέρας, κρατούμενος στο Αουσβιτς, έχει πείσει τον τετράχρονο γιο του, που βρίσκεται μαζί του, ότι η ζωή στο στρατόπεδο είναι ένα παιχνίδι και ότι ο νικητής, αυτός που θα συγκεντρώσει τους πιο πολλούς πόντους, κερδίζει ένα τανκ. Ετσι, το παιδί πρέπει να μάθει να κρύβεται, να μην κλαίει, να μην κάνει θόρυβο, να μην παραπονιέται ότι πεινάει, να μη γυρεύει τη μαμά του.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να παίξουμε με τα παιδιά μας την «Κατοχή», μόνο που σήμερα το πρόσωπο της φτώχειας είναι πολύ διαφορετικό από ό, τι τότε. Αλλά χρώματα έχει σήμερα η στέρηση. Τα χορτασμένα παιδιά μας δεν κινδυνεύουν να βρεθούν στην ουρά των συσσιτίων του Ερυθρού Σταυρού με ένα τενεκεδάκι στο χέρι. Δεν τα απειλεί η πείνα, αλλά η απελπισία των ίδιων των γονιών, καθώς η οργή και η κατάθλιψη είναι οι πιο συνήθεις αντιδράσεις εκείνων που δεν χάνουν απλώς κάτι από τα επιδόματα, αλλά τη δουλειά και τον αυτοσεβασμό τους. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η ανεργία αυξάνει δραματικά το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, καθώς και της καταφυγής στο αλκοόλ, το κάπνισμα και στη χρήση ψυχοφαρμάκων (βλ. «Newskeek», 15.2.2010) και, επομένως, είναι αυτονόητο ότι, σύντομα και σε μαζική κλίμακα, θα τεθούν σε δοκιμασία και οι πιο οικείες και ιερές σχέσεις.
Σήμερα το status ενός παιδιού ή εφήβου δεν ορίζεται μόνο από την απάντηση στην παλιομοδίτικη ερώτηση «τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;», αλλά από τα επώνυμα ή μη ρούχα του, το μοντέλο του iPod και του κινητού του, από τον τόπο κατοικίας και το αυτοκίνητο των γονιών του, αλλά και από το πλήθος και το είδος των αγορασμένων εξωσχολικών δραστηριοτήτων του. Από το αν παρακολουθεί την «ενισχυτική διδασκαλία», αν πηγαίνει στο «ομαδικό» ή σε «γκρουπάκι» στο φροντιστήριο ή έχει καθηγητή στο σπίτι. Από το πότε και πώς έμαθε αγγλικά και άλλες γλώσσες, από το τι είδους επαφή έχει με την τέχνη, τη μουσική, τον αθλητισμό. Με την επίταση της ύφεσης, κάποιες από αυτές τις δραστηριότητες θα καταργηθούν, γεγονός που ίσως να μην είναι τόσο τραυματικό για το παιδί, όσο για τον γονέα που εύκολα μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του αποτυχημένο καθώς δεν μπορεί να προσφέρει στο πιο ακριβό του πλάσμα τα απαραίτητα. Και δυστυχώς στα «απαραίτητα», που ορίζονται ιστορικά, με βάση την εποχή και τη σύγκριση με τους δίπλα και όχι απλώς με τους «από πάνω», περιλαμβάνονται όλα όσα θα μπορούσε αλλά δεν μπορεί να προσφέρει το σύγχρονο δημόσιο σχολείο.
Ας πούμε, λοιπόν, στα παιδιά ότι «La crizia e bella». Oτι η μαμά, που δεν θα εργάζεται, θα τους λέει παραμύθια, θα ζυμώνει ψωμί και θα γαζώνει χαρούμενη στη ραπτομηχανή της, ότι δεν θα ανάβουμε το καλοριφέρ για να μην υπερθερμαίνεται ο πλανήτης, ότι ο μπαμπάς θα έχει χρόνο να παίζει μαζί τους και ότι αντί για διακοπές στη θάλασσα, θα διαβάζουμε τον «Σεβάχ τον Θαλασσινό».
Τις τελευταίες δεκαετίες ζούσαμε στην εποχή της εμπειριοθηρίας, των αγορασμένων γνώσεων, αναμνήσεων και συγκινήσεων. Δύσκολο να επιστρέψουμε στην εποχή της πρωτογενούς ανακάλυψης και της χειροποίητης, της οικιακής παραγωγής. Το πιο δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα δεν είναι το «πώς έρχονται στον κόσμο τα παιδιά;», αλλά το «τι έχει ο μπαμπάς;», «τι έχει η μαμά;».
Της Μαριάννας Τζιάντζη
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr